H "δική του παραλία".



Τετάρτη, 9 Σεπτεμβρίου 2009

Ανέβηκε τα λευκά σκαλοπάτια σιγά σιγά. Θα 'ταν πιά κοντά στα πενήντα, όσα περίπου και τα σκαλιά. Έφτασε στη βαμμένη κόκκινη πόρτα, που απο το αλάτι και τον αέρα ήταν ένα λείψανο και πριν μπεί μέσα γύρισε και είδε τη θάλασσα απο ψηλά, όπως γίνεται πάντα. Το τελευταίο αντίο, η τελευταία ματιά. Όσο μακρυά και να κοίταζε, τίποτα δεν του θύμιζε σήμερα στις τρείς, δυό ώρες πριν φύγει για την πόλη, τα ανέμελα παιδικά χρόνια που ανεβοκατέβαινε τα σκαλιά κουτρουβαλώντας, με φωνές και γέλια. "Πρόσεξε μη φέρεις άμμο μέσα" ακούστηκε από τη κουζίνα και του χάλασε τη διάθεση, μιά και βρισκόταν ήδη σαράντα χρόνια πιό πίσω στη ζωή του. Έβρισε ευγενικά όπως έκανε πάντα. Σκέφτηκε ότι ήθελε να μείνει στη παραλία του, στη "δική του παραλία" και πως η φωνή της αγαπημένης του γυναίκας ήταν που του το απαγόρευε. Τουλάχιστον εκείνη τη στιγμή. Έβγαλε τα λερωμένα με την άμμο μιάς ζωής παπούτσια του, τα πέταξε δίπλα στο γεράνι, πέταξε στον αέρα το καπέλο και έτρεξε πάλι κάτω. Δυό δυό τα σκαλιά, τα κατάφερε μιά χαρά. Κρυφοκοίταξε επάνω και όταν βεβαιώθηκε ότι κανείς δεν τον αντιλήφθηκε πέρασε πίσω προς τα βράχια και έφτασε στην αμμουδιά. Ήθελε τώρα δέκα λεπτά περπάτημα να φτάσει "στην παραλία του". Μές στον ήλιο καιγόταν, ευτυχώς που είχε μελτέμι. Σκεφτόταν το σπίτι στην Αθήνα που μιά ζωή παιδευόταν να αγοράσει, τη Ράνια που ήταν στο νησί της ακόμα, τη Θέτιδα και τους έρωτές του. Επιτάχυνε το βήμα. Ένα ζευγάρι ήταν στην αυλή ενός σπιτιού που υπήρχε από παλιά και που  μικρός φανταζόταν ότι κατοικούσαν πολύ πλούσιοι. Έφτασε στην "παραλία του". Δεν είχε κύμα. Η ίδια βάρκα τραβηγμένη στην άμμο,  όλα όπως παλιά, ακόμα και οι πατημασιές στην άμμο δεν είχαν αλλοιωθεί. Λες και τίποτα δεν είχε αλλάξει. Βούτηξε χωρίς δεύτερη σκέψη. Δεν θα έφευγε πιά με το καράβι των πέντε. Κολυμπούσε και το νερό ζέσταινε όσο προχωρούσε. Το κορίτσι φώναξε από την αυλή...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου