Δεν θα προλάβω...



Δευτέρα, 21 Φεβρουαρίου 2011

Φώτισε από μακρυά η σκουριασμένη τσιμινιέρα και τού 'ρθε ή βρώμα,
μάζευε τα λεφτά να τα στείλει στην αδελφή του,
είχαν βρεί γαμπρό, ήθελε προίκα ο αλήτης,
πόσα να βγάλει κι αυτός γυρνώντας δήθεν στη λαϊκή, αφού τα 'παιζε.
Τέσσερα χρόνια εισέπνεε όλα τα παράγωγα του άνθρακα,
από άγρια χαράματα, μέχρι το βράδυ σχεδόν, μάτωνε και το δεξί του χέρι,
είχε κάνει δυό φίλους απ΄την Ελασσόνα και τη Σύμη,
δεν τους εμπιστευόταν κιόλας, ίσα που μίλαγαν κανένα ελληνικό.
Τραγούδαγαν δήθεν κανέναν Καζαντζίδη, κορόιδευαν τον επιστάτη,
έτρωγε δίπλα στη καντίνα κάθε μέρα τα ίδια λουκάνικα, τα ίδια λουκάνικα,
κοίταζε πριν κοιμηθεί τα λεφτά, πίνοντας μιά μπύρα, έφτανε κι ο γάμος,
ήθελε ένα παλτό, ντρεπόταν να μπεί σε μαγαζί.
Έσπρωχνε ένα κομμάτι χάλυβα να μπεί στη πρέσσα και σκέφτηκε...
έφυγε γρήγορα γρήγορα, χωρίς δεύτερη σκέψη, ξάπλωσε να ξεκουραστεί,
κοιμήθηκε αλλά πάλι μιά μυρωδιά τού 'ρθε και πήγε να ανασηκωθεί,
γύρω είδε φώτα, καθαρά, άσπρα, ούτε στη μάνα του έτσι, καλοντυμένοι όλοι.
Στον πνεύμονα τό 'χεις τού 'πε η αδελφή του, δεν θα προλάβω να παντρευτώ,
δεν θα μού φτάσουν τα λεφτά, ο άλλος παίζει συνέχεια,
έφερα να υπογράψεις γιά το σπίτι, το κομμωτήριο έκλεισε,
πούλησα το αυτοκίνητο, το οικόπεδο, να ξεχρεώσει αυτός,
έφερα να υπογράψεις γιά το σπίτι, δεν θα προλάβω να παντρευτώ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου