Φυλαχτό.



Κυριακή, 2 Οκτωβρίου 2011

Στον πρώτο χώρο στάθμευσης σταματάει το αυτοκίνητο. Αριστερά του με μεγάλη ταχύτητα συνεχίζουν να περνούν βιαστικά άλλα αυτοκίνητα και δεξιά, αλλά πολύ πιό μακρυά, το τραίνο που πρόκειται να φτάσει κάποτε κι αυτό. Τουλάχιστον γι΄ αυτό το λόγο θα ξεκίνησε. Η ώρα είναι αρκετή γιά τσιγάρο και γιά δυό τρία βήματα γύρω από το αυτοκίνητο. Ο ξερός καυτός αέρας στο αφιλόξενο περιβάλλον τον κάνει να θέλει να φύγει όσο το δυνατόν πιό γρήγορα. Είχε σταματήσει και δίπλα στα σκουπίδια, αλλά όλος ο χώρος σκουπιδότοπος ήταν έτσι κι αλλιώς. Έφερε στο νού του το αφιλόξενο τοπίο και το χώμα σ΄εκείνο το ερημοχώρι του Κάνσας, το Μπελπρέ. Ο αέρας ήταν που του το θύμισε. Λές κι έβλεπε κιόλας το ταχυδρομείο, τα παρατημένα γεωργικά μηχανήματα και τα αμερικάνικα βαν με τους αγρότες να ξεφορτώνουν εργαλεία. Γύρισε στο παρόν, από τη κάφτρα του τσιγάρου που ήταν βαλτή να αφήσει το σημάδι της στο δάχτυλό του και πετώντας άτσαλα τη γόπα στο χώμα, είδε να γυαλίζει κάτι. Πήγε δυό βήματα πιό κάτω και σκεφτόμενος ότι έπρεπε να φύγει, έσκυψε αυτόματα, όπως έκανε να σηκώσει τη περηφάνεια του. Είδε ένα κλειδί πολύ μικρό, "τρυπημένο" από ένα μπρελόκ που ανοίγοντας αποκάλυπτε την ασπρόμαυρη φωτογραφία μιάς γυναίκας. Δεν ήταν όμορφη, αλλά είχε κάτι ιδιαίτερο. Το εντόπιζε στα μάτια και στα πυκνά γυαλιστερά μελαχροινά φρύδια, παρότι ήταν τόσο μικρή η φωτογραφία. Λές και μπορούσε να περάσει το δάχτυλό πάνω από αυτά και να αισθανθεί πόσο λεία ήταν... Γιατί να είναι σε κλειδί η εικόνα αυτή, τι να άνοιγε, έπεσε κατά λάθος, το πέταξαν, ήταν οι πρώτες απορίες. Σκέφτηκε να τη φυλάξει, μιά και δεν είχε δικιά του "φωτογραφία φυλαχτό" και αφού έβγαλε το κλειδί πρώτα, έδεσε το μπρελόκ σε ένα κορδόνι που είχε στο λαιμό. Απέκτησε έτσι με δυό κινήσεις την δικιά του γυναίκα να τον σκέφτεται, να τον φυλάει, να κλαίει όταν αυτός λύπει γιά μέρες και καμμιά φορά να του γράφει, όταν χρειαζόταν παρηγοριά... Το κορνάρισμά αριστερά του τον τρόμαξε και τον επανέφερε στο τώρα πολύ βίαια. Πήρε το βλέμμα του από το τοπίο και ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο, έβαλε μπρός και συνέχισε το ταξίδι του με μικρή όμως ταχύτητα, λές και φοβόταν τώρα. Λες και είχε αποκτήσει ξαφνικά κάποια ευθύνη απέναντι σε όποιον τον περίμενε σπίτι του, σαν μιά οικογένεια τους σκεφτόταν. Η μικρή φωτογραφία είχε παίξει αυτό το ρόλο. Φανταζόταν τη γυναίκα της φωτογραφίας να τον περιμένει και να ανησυχεί. Δεν έπρεπε να τρέχει. Προχθές πήγαινε χωρίς λόγο με διακόσια. Τί ανεύθυνος! Τι θα γινόταν η οικογένειά του αν αυτός πάθαινε κάτι... Δε θυμόταν αν είχε παιδί, ίσως να είχε με αυτή τη γυναίκα... Κάθε τόσο χάϊδευε ικανοποιημένος το μενταγιόν του και τραγουδούσε κάτι εύθυμο, δεν άκουγε καθόλου τις ειδήσεις στο δρόμο, μόνο μουσική και τραγούδαγε! Μιά σκέψη ακόμα πρόλαβε, "γιατί να μην έχω δεί, να μην έχω μιλήσει, να μη έχω φιλήσει το παιδί μου...;" και καυτό μέταλλο τον τίναξε πολλά μέτρα στον αέρα και ύστερα, μαζί με ό,τι απέμεινε από το αυτοκίνητό του, σερνόταν γιά πολλά μέτρα πέρα από τη διάβαση. Δεν είχε πολλές ανάσες ακόμα. Το μενταγιόν έμεινε ανέπαφο από τη σύγκρουση με το τραίνο, που πριν λίγη ώρα είχε δεί να διασχίζει το τοπίο. Το βρήκε και το έβαλε στη τσέπη ένας εργάτης. 
Η γυναίκα της φωτογραφίας είχε αποκτήσει τώρα ένα μικρό, ανεπαίσθητο κόκκινο στα χείλη της...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου